- μογγάς
- μογγάς και μόγγας, ἡ (Α)είδος μανιώδους χορού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μογγάς — a wild fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερνοφόρος — κερνοφόρος, ὁ, ἡ (Α) 1. ιερέας ή ιέρεια που μετέφερε το κέρνος* 2. (κατά τον Πολύδ.) «κερνοφόρος ὄρχημα, ὄρχησις» κατά τις τελετές τών Κορυβάντων («μανιώδεις δ εἰσὶν ὀρχήσεις, κερνοφόρος καὶ μόγγας», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρνος «τελετουργικό… … Dictionary of Greek